ΠΡΟΣ ΤΟ Δ.Σ. ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ Ν.Σ.Κ.

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ – EΙΣΗΓΗΣΗ ΕΠΙ ΤΗΣ 255/5.10.2021 ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΜΙΣΘΟΔΙΚΕΙΟΥ

ΑΠΟ ΔΗΜ.ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ Δ.Σ

Ι. Με την παραπάνω απόφαση, το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ.2 του Συντάγματος, ασχολήθηκε με τα εξής θέματα:

  1. Αν η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων [ΕΑΣ] είναι νόμιμη ή όχι από 1.1.2019.
  2. Αν οι διατάξεις του άρθρου πρώτου παρ.Β υποπαράγραφος Β3 του ν.4093/2012 είναι ή όχι αντίθετες με το Σύνταγμα, από 1.1.2019.
  3. Αν εφαρμόζονται ή όχι  επί συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών και λειτουργών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους οι διατάξεις των άρθρων 8 και 14 του ν.4387/2016 [επανυπολογισμός].
  4. Αν το άρθρο 120 του ν.4623/2019, που επιβάλλει ανώτατο όριο ποσού σύνταξης ή συντάξεων κατά το μέρος που αφορούν τους άνω συνταξιούχους, αντίκειται ή όχι στο Σύνταγμα..

ΙΙ.  ΙΣΧΥΟΥΣΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

1.Επί των δύο πρώτων θεμάτων η νομοθεσία είναι γνωστή.

2.Το νομικό πλαίσιο επί του 3ου θέματος, «Εφαρμογή ή όχι των διατάξεων των άρθρων 8 και 14 ν.4037/2016» έχει ως ακολούθως:

α. Στο άρθρο 8 νόμου 4387/2016, όπως ισχύει, προβλέπεται:

Παρ.1: Οι υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου, δικαιούνται [πέραν της εθνικής σύνταξης 384 ευρώ] και ανταποδοτικής σύνταξης , η οποία προκύπτει με βάση της συντάξιμες αποδοχές της παρ.2 ,το χρόνο  ασφάλισης και τα κατ΄έτος ποσοστά αναπλήρωσης, όπως αυτά προκύπτουν από σχετικό πίνακα ο οποίος ενσωματώνεται στην παρ.5.

Παρ. 2: Ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών  του ασφαλισμένου καθ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου,  ο οποίος υπολογίζεται ως το πηλίκον της διαίρεσης του συνόλου των αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφάλισης.

β. Στο άρθρο 14 του ίδιου νόμου , ως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 ν.4472/2017 και ακολούθως με τα άρθρα 1 ν.4583/2018,  25  ν.4670/2020, ν. 4826/ 2021, προβλέπεται:

Παρ. 1.α : Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του ΕΦΚΑ και των θεμελιωδών αρχών του άρθρου 1, οι ήδη καταβαλλόμενες  κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος , κύριες συντάξεις, αναπροσαρμόζονται , σύμφωνα με τα  άρθρα 7,8,13 και 14, βάσει των διατάξεων των επόμενων παραγράφων.

β: Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου [ήτοι 13.5.2016] συντάξεων, λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου κανονίστηκε η ήδη καταβαλλόμενη σύνταξη , όπως είχε διαμορφωθεί την 13.5.2016.

Παρ.2α:  Μέχρι 31.12.2018, οι συντάξεις της προηγούμενης παραγράφου συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί την 31.12.2014, σύμφωνα με τις ισχύουσες τότε διατάξεις, το τυχόν δε επί πλέον ποσόν  εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο,  συμψηφιζόμενο κατ΄έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του με την εκάστοτε αναπροσαρμογή  των συντάξεων.

Παρ.2β:  Από 1.1.2019, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσόν των συντάξεων είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει  της παρ.1, [θετική προσωπική διαφορά] , το επί πλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως αυτή προκύπτει σε εφαρμογή της παρ.4.

παρ.2γ Αν το καταβαλλόμενο ποσόν συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον  υπολογισμό  τους βάσει της παρ.1, [αρνητική  προσωπική διαφορά] τότε αυτό προσαυξάνεται από 1.1.2019, κατά το 1/5 της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών.

Παρ.3.α] :Από την 1.10.2019 οι συντάξεις που έχουν απονεμηθεί ή εκκρεμεί η απονομή τους μετά την έναρξη ισχύος του ν.4387/2016, επαναϋπολογίζονται με τα ποσοστά αναπλήρωσης του πιν.2 της παρ 5 του άρθρου 8. Από 1.10.2019 καταβάλλονται τυχόν προκύπτουσες αυξήσεις στη σύνταξη. .Αν  το ποσό των συντάξεων αυτών, όπως  επαναϋπολογίζεται, είναι μικρότερο εκείνου που προκύπτει από τον υπολογισμό τους σύμφωνα με τον πίνακα 1 της παρ.5 του άρθρου 8,  το ποσό  της διαφοράς που προκύπτει εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά.

β.α]Οι κύριες συντάξεις που έχουν απονεμηθεί ή εκκρεμεί η απονομή τους πριν  την έναρξη ισχύος του ν.4387/2016 και έχουν επανυπολογισθεί σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2, επαναϋπολογίζονται εκ νέου σύμφωνα  με τα ποσοστά αναπλήρωσης του πιν.2 της παρ.5 του άρθρου 8.

β.β] Από 1.10.2019 αν η καταβαλλόμενη σύνταξη είναι μεγαλύτερη αυτής που προκύπτει από τον επαναϋπολογισμό, το επί πλέον ποσόν καταβάλλεται ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ΄έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την  εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως αυτή προκύπτει κατ΄εφαρμογή των διατάξεων της παρ.4α του παρόντος  άρθρου..

β.γ] Από 1.10.2019 αν  η καταβαλλόμενη σύνταξη είναι μικρότερη  αυτής που προκύπτει από  τον υπολογισμό της  σύμφωνα με τον πίνακα 2 της παρ.5 του άρθρου 8, τότε συνεχίζει να καταβάλλεται η προσωπική διαφορά με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης του πίνακα 1 της παρ.5 του άρθρου 8 και η σύνταξη προσαυξάνεται κατά το 1/5 της τυχόν πρόσθετης  διαφοράς που προκύπτει για την περίοδο από 1.10.2019 έως 31.12.2020 και σταδιακά ισόποσα κατ΄έτος ως την 31.12.2024. Αν η προκύπτουσα προσωπική διαφορά είναι μικρότερη από την προσωπική διαφορά  που  προέκυπτε από τον επαναϋπολογισμό της σύνταξης  με βάση τα ποσοστά  αναπλήρωσης του πίνακα 1 της παρ.5 του άρθρου 8 και η διαφορά των δύο ποσών συμψηφίζεται κατ΄έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή της με την εκάστοτε αναπροσαρμογή  των συντάξεων , όπως αυτή  προκύπτει κατ΄εφαρμογή των διατάξεων της παρ.4α του άρθρου 8 , ολοκληρώνεται η καταβολή της προσωπικής διαφοράς που προκύπτει με  βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης του πίνακα 1 της παρ.5 άρθρου 8 και η διαφορά των δύο ποσών συμψηφίζεται κατ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή της με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως αυτή προκύπτει κατ΄εφαρμογή των διατάξεων της παρ.4α του άρθρου 8..

ΠΟΣΟΣΤΑ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ

ΠΙΝ. 1 [ΙΣΧΥΣ ΑΠΟ 1.1.2019  ΜΕΧΡΙ 30.9.2019]   .     ΠΙΝ. 2 [ΙΣΧΥΣ ΑΠΟ 1.10. 2019 ]

ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ          ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛ.               . ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛ.

0 – 15   – 15 Χ Ο,77 = 11,55% ΣΥΝΟΛΟ 11,55%

15,01 – 18  0,84 Χ 3 =2,52%,  ΣΥΝΟΛΟ  14,07%              ΙΔΙΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΜΕ ΠΙΝΑΚΑ 1

18,01 –  21  0,90 Χ 3 =  2,70%   ΣΥΝΟΛΟ 16,77%             ΜΕΧΡΙ ΤΑ 30 ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

21,01 –  24    0,96 Χ 3=2,88% ΣΥΝΟΛΟ    19,65%              ΑΥΞΗΣΗ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΑΝΑΠΛ.

24,01 – 27  1,03 Χ 3 =3,09%     ΣΥΝΟΛΟ  22,74%             ΑΠΟ 30,01 ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

27,01 – 30  1,21 Χ 3 = 3,63% ΣΥΝΟΛΟ     26,37%              ΩΣ ΚΑΤΩΤΕΡΩ

30,01 – 33  1,42 Χ3= 4,26 ΣΥΝΟΛΟ   30,63%    30,01-33  1,98 Χ 3 = 5,94% ΣΥΝ.32,31 %

33,01 –  36  1,59 Χ 3= 4,77  ΣΥΝΟΛΟ 35,40%    33.01-36 2,50 Χ 3 = 7,5% ΣΥΝ.   39,81%

36,01 – 39   1,8   Χ 3= 5,40  ΣΥΝΟΛΟ 40,80%    36,01 – 39 =2,55 Χ3=7,65  ΣΥΝ. 47,46%,

39,01 – 40    2 Χ 1= 2     ΣΥΝΟΛΟ  41,80%      39,01-  40 2,55 % Χ  1  ΣΎΝΟΛΟ  50,01%

40,01- 42      2 Χ  2 = 4   ΣΥΝΟΛΟ 45,80%      40,01 – 42 0,50 % Χ 2 =1 ΣΥΝΟΛΟ 51,01%

Δηλαδή με 40 έτη συντάξιμου χρόνου, το ποσοστό αναπλήρωσης της  ανταποδοτικής σύνταξης  ανέρχεται από 1.1.2019 στο 41,80% επί των συνολικών συντάξιμων αποδοχών και από 1.10.2019 σε 50,01% αυτών, ενώ με 42 έτη συντάξιμου χρόνου, το ποσοστό διαμορφώνεται  αντίστοιχα σε 45,80% από 1.1.2019 και σε 51,01%  από 1.10.2019 και εφεξής.

  1. Επί του θέματος επιβολής ανωτάτου ορίου ποσού συντάξεων.

Στο άρθρο 120 του ν.4623/2019 «Προσδιορισμός ακαθαρίστου ποσού» προβλέπεται:«1. Το συνολικό ακαθάριστο ποσό κάθε μηνιαίας κύριας σύνταξης ή περισσότερων της μιας συντάξεων λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου που χορηγούνται από τον ΕΦΚΑ και εφόσον μέρος του χρόνου ασφάλισης διανύθηκε ή ανάγεται έως και 31.12.2016, ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο στο δωδεκαπλάσιο της εθνικής σύνταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 7 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85) που αντιστοιχεί σε είκοσι χρόνια ασφάλισης, όπως το ποσό αυτής ισχύει κάθε φορά. Το οριζόμενο στο προηγούμενο εδάφιο ανώτατο όριο καταλαμβάνει και τις κάθε είδους προσαυξήσεις της σύνταξης ή των συντάξεων, ενώ δεν καταλαμβάνει τα ποσά των χορηγούμενων από τον ΕΦΚΑ επιδομάτων αναπηρίας.2. Το ανώτατο όριο της παραγράφου 1 εφαρμόζεται και στις συντάξεις που έχουν χορηγηθεί έως και τις 12.5.2016 ή ανατρέχουν στην ίδια ημερομηνία και οι οποίες επανυπολογίστηκαν με βάση τα άρθρα 14 και 33 του ν. 4387/2016 όπως ισχύουν. Η τυχόν προσωπική διαφορά που έχει προκύψει από την αναπροσαρμογή ανακαθορίζεται με βάση το νέο ανώτατο όριο.3. Ποσά συντάξεων που έχουν ήδη απονεμηθεί μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 και υπερβαίνουν το ανώτατο όριο της παραγράφου 1, προσαρμόζονται στο οριζόμενο από τις παραγράφους 1 και 2 ποσό από την ημερομηνία έναρξης καταβολής τους. Τυχόν επιπλέον διαφορές συντάξεων αναζητούνται άτοκα ως καλοπίστως εισπραχθείσες και επιστρέφονται με παρακράτηση σε ποσοστό 20% της μηνιαίας καταβαλλόμενης σύνταξης και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως.»

[ Σημείωση: Δεδομένου ότι η πλήρης εθνική σύνταξη, για το σύνολο των κυρίων συντάξεων, έχει ορισθεί [παρ.6 άρθρου 7 ν.4387/2016] στα 384 ευρώ, το 12πλάσιο αυτής ανέρχεται στα 4608 ευρώ ακαθάριστα, και μετά την αφαίρεση των κρατήσεων για ΕΑΣ και Υγειονομική Περίθαλψη, το καθαρό ποσόν σύνταξης προ φόρων  διαμορφώνεται  στα 3725,11 ευρώ, που αποτελεί και το ανώτατο επιτρεπόμενο συνολικό καθαρό [προ φόρων]  όριο ύψους του συνόλου των κύριων συντάξεων ]

Εν περιλήψει των προεκτεθέντων για τους μέχρι 13.5.2016 συνταξιούχους:

1. Αρχικός  επαναϋπολογισμός της σύνταξης από 1.1.2019: Συγκρίνονται μεταξύ τους  δύο μεγέθη της σύνταξης: α. Αυτό που καταβαλλόταν μέχρι 31.12.2018, [ήτοι Βασική σύνταξη + επίδομα εξομάλυνσης μείον η  ΕΑΣ,[14%  επί της προηγούμενου ποσού]   οι κρατήσεις εκ των νόμων 4024/11, 4051/12, 4093/12, και η υγειονομική περίθαλψη . Το εναπομένον αποτελεί την προ φόρων σύνταξη που καταβαλλόταν μέχρι την  31.12.2018   β. Αυτό που προκύπτει  από το άθροισμα του αναλογούντος  ποσοστού  της εθνικής σύνταξης  επί του ποσού του ανώτατου ορίου αυτής των 384 ευρώ [το υπόλοιπο υπολογίζεται στη σύνταξη του τ.Τ.Νομικών] και του ποσοστού αναπλήρωσης, όπως προκύπτει από τον πίνακα 1 του άρθρου 8 ν. 4387/16. Από το ακαθάριστο αυτό ποσόν αφαιρούνται οι κρατήσεις ΕΑΣ και Υγ. Περίθαλψη. Το εναπομένον, αποτελεί την καθαρή πρό φόρων σύνταξη από 1.1.2019.

Εάν από τη σύγκριση προκύπτει ότι το μέχρι 31.12.2018 καταβαλλόμενο είναι μεγαλύτερο του νέου, το μεγαλύτερο αυτό συνεχίζει να καταβάλλεται και μετά την 1.1.2019 ,  η  μεταξύ τους δε διαφορά [θετική] παραμένει και μειώνεται σταδιακά κατά το ποσόν των μελλοντικών αυξήσεων της σύνταξης .  Δηλαδή στην περίπτωση αυτή , μέχρι την απορρόφηση της προσωπικής διαφοράς, η αύξηση αυτή της  σύνταξης  είναι απλώς λογιστική και δεν αυξάνει το καταβαλλόμενο ποσό,  β] Εάν όμως το νέο μέγεθος, προερχόμενο από τον επαναϋπολογισμό, είναι μεγαλύτερο του καταβαλλομένου μέχρι την 30.9.2019, η προκύπτουσα [αρνητική] διαφορά καταβάλλεται στον δικαιούχο σε ισόποσες πέντε ετήσιες δόσεις από 1.1.2019 μέχρι 31.12.2023.

2. Από 1.10.2019 γίνεται νέος επαναϋπολογισμός , με βάση τα νέα [αυξημένα για όσους έχουν χρόνο ασφάλισης και συντάξιμη υπηρεσία άνω των 30 ετών]  ποσοστά αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης  του ως άνω πίνακα 2, και η όποια νέα  [αρνητική]  διαφορά μεταξύ του πρώτου επαναϋπολογισμού και του δεύτερου, καταβάλλεται ομοίως σε  πέντε ισόποσες ετήσιες δόσεις από 1.1.2020 μέχρι 31.12.2024. το δε προκύπτον ποσόν, που περιλαμβάνει και το  αναλογούν τμήμα εθνικής σύνταξης,  αποτελεί  από 1.1.2025 την εφεξής  μόνιμη ισόβια σύνταξη, η οποία θα αυξάνεται πλέον κατά το ποσοστό τυχόν γενικών αύξήσεων των συντάξεων .

ΙΙΙ. ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ της απόφασης 255/2021 Ειδικού Δικαστηρίου άρθρου 88 παρ.2 Σ.

1.Διαπιστώνει ότι οι διατάξεις περί επιβολής Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων [ν.3865/2010 και 4002/2014] , δυνάμει  των οποίων επιβλήθηκε η εισφορά αυτή και μειώθηκαν τα εισοδήματα των συνταξιούχων του Δημοσίου , έχουν μεν  κριθεί με την 164/2015 απόφασή του ότι δεν είναι αντισυνταγματικές, πλην παραπέμπει και αναφέρεται στις αποφάσεις Ολ.Ελ.Συν. 504/2021,[σκέψη 61] και 244/2017 [σκέψη Χ.Δ.], με τις οποίες έχει κριθεί ότι  οι διατάξεις αυτές  είναι αντίθετες προς τις ρυθμίσεις των άρθρων 4 παρ.1 και 5, 22 παρ.5 και 25 παρ.1 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από τα άρθρα αυτά αρχές.

  1. Αναγνωρίζει και δέχεται ότι με τις ρυθμίσεις των άρθρων πρώτου παρ.Β υποπαρ.Β3 του ν.4093/2012, [που επέβαλαν τις εκεί προβλεπόμενες γνωστές κρατήσεις στη σύνταξη] και 8 και 14 του ν.4387/2016 [ως αναλύονται ανωτέρω], επήλθε διάρρηξη της επιβαλλόμενης  από τα άρθρα 26,87 παρ.1 και 2 Σ.  σχέσης αναλογίας μεταξύ μισθού ενεργείας των δικαστικών λειτουργών και των λειτουργών ΝΣΚ , καθ΄όσον έχει κριθεί  με τις  αποφάσεις του ίδιου Δικαστηρίου 1-4/2018 ,  ότι «η διάρρηξη  αυτή που επήλθε αρχικώς με το ν.4093/2012, επιτείνεται με την εφαρμογή από 1.1.2019 και μετά για τον επαναϋπολογισμό των καταβαλλόμενων συντάξεων, των ποσοστών αναπλήρωσης που θεσπίζονται με το άρθρο 8 ν.4387/2016 [πρβλ ΣτΕ Ολ.1891/2019, σκέψη 20]. Δοθέντος δε ότι οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων πρώτου παρ.Β υποπαρ.Β3 του ν.4093/4093/2012 και 8 και 14 ν4387/2016 δεν μπορούν να εφαρμοστούν ως ανίσχυρες, για τον προσδιορισμό της σύνταξης του ενάγοντος είναι εφαρμοστέες προς τούτο οι προϊσχύουσες αυτών διατάξεις [βλ.αποφ.του παρόντος Δικαστηρίου 1-4/2018 σκέψη 20]. Με τα δεδομένα αυτά η αγωγή πρέπει κατά το μέρος αυτό να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο  Ελ.Συνέδριο…».

3.Ως προς την επιβολή του ανωτάτου ορίου ποσού κυρίων συντάξεων

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την τροπολογία του νομοσχεδίου επί του άρθρου 120 ν.4623/2019  « ο υπολογισμός της ανταποδοτικής σύνταξης από το 2002 έως και το έτος 2016, έχει ως αποτέλεσμα, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις,  την απονομή συντάξεων που αλλοιώνουν την αρχή της ανταποδοτικότητας και της δίκαιης διανομής που θα πρέπει να διέπουν με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης το δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα βιωσιμότητα  και επάρκεια παροχών»  και «καθίσταται αδήριτη ανάγκη η καθιέρωση ανώτατου ορίου και για τις συντάξεις που υπολογίζονται με βάση τις διατάξεις του ν.4387/2016 και μέρος του χρόνου ανάγεται στο διάστημα από 1.1.2002 έως και 31.12.2016. Όμως ούτε από την αιτιολογική έκθεση ,ούτε από τα πρακτικά συνεδριάσεων της Βουλής και τις μελέτες που συνοδεύουν το ν.4623/2019 προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη οποιοδήποτε στοιχείο , το οποίο να αφορά ειδικώς το κατοχυρωμένο από τα άρθρα 26,87 παρ 1 και 88 παρ.2 του Σ., μισθολογικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς των δικαστικών λειτουργών. Αντιθέτως προκύπτει ότι οι συνταξιούχοι δικαστικοί λειτουργοί αντιμετωπίστηκαν κατά τρόπο ενιαίο με το σύνολο των συνταξιούχων του Δημοσίου….. χωρίς να έχει συνεκτιμηθεί ….. η ιδιαίτερη συνταγματική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών……. για εξασφάλιση της δικαστικής λειτουργίας και δι’ αυτής την εξασφάλιση της παροχής στους πολίτες  αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας…. και ανατρέπει την συνταγματικώς επιβαλλόμενη σχέση αναλογίας με τις εν ενεργεία αποδοχές …….Κατ΄ακολουθίαν, οι διατάξεις του άρθρου 120 του ν.4623/2019, κατά το μέρος που αφορούν τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος  και στις εξειδικεύουσες αυτές  διατάξεις  των άρθρων  87 και 88 παρ.2 Σ και δεν μπορούν να εφαρμοστούν για τον προσδιορισμό της σύνταξης του ενάγοντος…»

Από μελέτη των μηνιαίων ενημερωτικών σημειωμάτων προκύπτει ότι η υπέρβαση του ορίου αυτού [«πλαφόν»] αφορά κυρίως τους διατελέσαντες Προέδρους των ανωτάτων Δικαστηρίων και του ΝΣΚ και εν μέρει τους Αντιπροέδρους, και όσους τυχόν έχουν και άλλες κύριες συντάξεις [πέραν αυτής του τ.Ταμείου Νομικών].

Πραγματικό ενδεικτικό παράδειγμα επί συγκεκριμένης σύνταξης Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου [με συνταξιοδοτικό χρόνο 40 ετών και μηνιαία βασική σύνταξη 6497 ευρώ]:

Υπέρβαση του μηνιαίου ανωτάτου ορίου μόνον στη σύνταξη Δημοσίου, [μετά και τον επαναϋπολογισμό και συνυπολογισμό και της κύριας σύνταξη εκ του τ.Ταμείου Νομικών] . ως εξής: Ιούλιο –  Δεκέμβριο 2019  κατά 104,64 ευρώ , ολόκληρο το 2020 υπέρβαση  227,56 ευρώ  το μήνα, ολόκληρο το 2021 υπέρβαση 350,47 ευρώ το μήνα , ολόκληρο το 2022 υπέρβαση 473,39 ευρώ το μήνα, ολόκληρο το 2023  [μελλοντική σύνταξη] , υπέρβαση  περίπου 600 ευρώ το μήνα. Μετά την ολοκλήρωση των αυξήσεων, από 2024 και εφεξής ,στη σταθερή  σήμερα  μηνιαία καταβαλλόμενη  σύνταξη  [2407,72 ευρώ] θα προστεθεί το τελευταίο ποσόν της υπέρβασης [600 ευρώ αφαιρουμένου του φόρου],και μετά την απελευθέρωση του ανωτάτου ορίου, η συνολική καθαρή σύνταξη θα αυξηθεί αναλόγως, χωρίς να υπολογίζεται και η [αυξημένη] σύνταξη του τ.Ταμείου Νομικών.

Πραγματικό ενδεικτικό παράδειγμα επί σύνταξης Αντιπροέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου [με συντάξιμο χρόνο 40 ετών] και βασική σύνταξη 6279 ευρώ:

Κατά το 2019, δεν προκύπτει υπέρβαση του ορίου, ολόκληρο το 2020  μηνιαία υπέρβαση  50,11 ευρώ , ολόκληρο το 2021 μηνιαία υπέρβαση  134,84 ευρώ , ολόκληρο το 2022 μηνιαία υπέρβαση  224,18 ευρώ , και σε μελλοντική του 2023, μηνιαία υπέρβαση 300 ευρώ περίπου, ποσόν  που [μετά τους φόρους] θα προστεθεί οριστικά από το 2024 στη μόνιμη σημερινή σύνταξη [2385 ευρώ], χωρίς να υπολογίζεται η επί πλέον [αυξημένη] σύνταξη εκ του τ.Ταμείου Νομικών.

Γνώμη μου : Οι  ανώτατοι συνταξιούχοι δικαστικοί  λειτουργοί  και οι αντίστοιχοι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,αλλά και όσοι  έχουν τυχόν  και άλλη  κύρια  σύνταξη [πλέον αυτής του τ.ΤΑΝΟ] θα πρέπει να μελετήσουν τα μηνιαία ενημερωτικά σημειώματα των συντάξεών τους των ετών 2019 – 2022 για να διαπιστώσουν  αν προκύπτει  ή όχι υπέρβαση του μηνιαίου ορίου και ποίου μεγέθους και να αποφασίσουν  αν θα ασκήσουν  ή όχι ένδικο βοήθημα , για τον διαδραμόντα χρόνο μέχρι σήμερα [2019-2022] . Υπόψη ο ενδεχόμενος πλέον κίνδυνος   παραγραφής   των αξιώσεων πέραν της διετίας [απόφαση 1975/2021 Ολ.Ελ.Συν.].

Περισσότερα στην προφορική ανάπτυξη..

Αθήνα 20.2.202

Ο Εισηγητής

Δημ. Αναστασόπουλος

Αντιπρόεδρος . Δ.Σ.